ἱππόστασις

ἱππόστασις
ἱππόστασις
stable
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιππόστασις — ἱππόστασις, ἡ (Α) 1. ιπποστάσιο* 2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» ο σκοτεινός στάβλος τού Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ. β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ ἱπποστάσεις» ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων τού Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)… …   Dictionary of Greek

  • ἱπποστάσει — ἱππόστασις stable fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἱπποστάσεϊ , ἱππόστασις stable fem dat sg (epic) ἱππόστασις stable fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποστάσεις — ἱππόστασις stable fem nom/voc pl (attic epic) ἱππόστασις stable fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποστασίων — ἱππόστασις stable fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἱπποστάσιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποστάσεσιν — ἱππόστασις stable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππόστασιν — ἱππόστασις stable fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ιπποστασία — ἱπποστασία, ἡ (Μ) ιπποστάσιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε στασία, αρχικά, παρήχθησαν από στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το στάσις (πρβλ. βελο στασία, βου στασία)] …   Dictionary of Greek

  • ἱπποστάσεως — ἱπποστάσεω̆ς , ἱππόστασις stable fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”